- ὑποπτήσσειν
- ὑποπτήσσωcrouchpres inf act (attic epic)ὑποπτήσσωcrouchpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποπτήσσω — Α 1. ζαρώνω από φόβο 2. μτφ. α) είμαι επιφυλακτικός από φόβο ή ντροπή β) χάνω το θάρρος μου μπροστά σε κάποιον, υποχωρώ και υποτάσσομαι σε κάποιον γ) δείχνω ευλάβεια και σεβασμό σε κάποιον («μή τί σοι δοκῶ ταρβεῑν ὑποπτήσσειν τε τοὺς νέους… … Dictionary of Greek